Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚH ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΟ ΕΞΕΛΙΞΗ No. 709
| Απρίλιος 2012
«Πάρα πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν»
Κίνητρα, αντίμετρα και ο νόμος Dodd-Frank
Οι κρατικές πολιτικές χαλαρής αντιμετώπισης, στήριξης και διάσωσης των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται «πολύ μεγάλοι για να καταρρεύσουν» αναγνωρίζονται ευρέως ως πολιτικές που ενθαρρύνουν τις μεγάλες επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους, θέτουν τις μικρότερες επιχειρήσεις σε μειονεκτική κατάσταση στον ανταγωνισμό, και γενικά επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο τις λειτουργίες των τραπεζών (οι τράπεζες μεγαλώνουν μέσα σε ένα προστατευτικό περιβάλλον και ως εκ του τούτου λειτουργούν αναποτελεσματικά). Κατά τη διάρκεια περιόδων χρηματοοικονομικής πίεσης, και με σχέδια διασώσεων σε εξέλιξη, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι η τακτική που ακολουθούν δεν θα επαναληφθεί. Κατά τη διάρκεια περιόδων χρηματοοικονομικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης, επιτρέπουν την ανάπτυξη μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων μέσω συγχωνεύσεων και αγνοούν τη συνεχιζόμενη έλλειψη ανταγωνιστικότητας.Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών έχουν γίνει επανειλημμένες προσπάθειες απομάκρυνσης από τις πρακτικές «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν», αλλά κατέληξαν όλες σε παταγώδη αποτυχία. Το αμερικανικό Κογκρέσο διαπίστωνε συνήθως ότι το βασικό πρόβλημα που επέτρεπε στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους οφείλεται στην ανεπαρκή ρύθμιση και εποπτεία. Ανταποκρίθηκε σε αυτήν την διαπίστωση με την ενίσχυση των μηχανισμών ρύθμισης και της εποπτείας. Άλλοι, έχουν εντοπίσει το βασικό πρόβλημα σε ρυθμιστές που πολύ απλά δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη για τροποποίηση των κινήτρων που παρακινούν τη συμπεριφορά τους. Μια τρίτη εξήγηση είναι ότι οι πρακτικές «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» αντικατοπτρίζουν την αντίληψη του κράτους ότι οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον—υπό την έννοια ότι αποτελούν «εθνικούς πόρους» που πρέπει να διατηρηθούν. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται απαραίτητη να βρεθεί μια διαρθρωτική λύση. Η διάσπαση των πολύ μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών θα είχε ως αποτέλεσμα να διανεμηθεί το «δημόσιο συμφέρον» ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη ομάδα εταιριών που ενεργοποιούνται στον χρηματοοικονομικό τομέα. Έτσι, δεν θα παρέμενε το «δημόσιο συμφέρον» σε μια χούφτα εταιριών που κατέχουν, όπως σήμερα, μια δυσανάλογη συγκέντρωση των οικονομικών πόρων.
Ο Νόμος Dodd-Frank (2010) για τη Μεταρρύθμιση της Γουόλ Στριτ και την Προστασία των Καταναλωτών αποτελεί την πιο πρόσφατη προσπάθεια για την εξάλειψη των πρακτικών «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν». Κύριος στόχος του συγκεκριμένου νόμου είναι η επέκταση και η διεύρυνση των ρυθμιστικών και εποπτικών διαδικασιών και μηχανισμών, θεωρώντας ότι με αυτά τα ενισχυμένα μέτρα θα αποτραπεί η υπερβολική ανάληψη κινδύνων από τις μεγάλες χρηματοοικονομικές εταιρείες. Εν ολίγοις, το Κογκρέσο εντόπισε ξανά την αιτία για τις πρακτικές «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» στην ανεπάρκεια της ρύθμισης και της εποπτείας. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το Κογκρέσο θεωρεί αξιόπιστους τους ισχυρισμούς ότι τα κανονιστικά κίνητρα είναι ελαττωματικά. Τέλος, ο Νόμος Dodd-Frank αποφεύγει μια διαρθρωτική λύση, αφήνοντας τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές εταιρείες ανέπαφες και τις τραπεζικές ρυθμιστικές αρχές με ευρεία διακριτική ευχέρεια γύρω από τις μεγάλες συγχωνεύσεις τραπεζών. Ως αποτέλεσμα, η εξάλειψη των πρακτικών «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» θα συνεχίσει να αποτελεί μια προβληματική προσπάθεια και για τα επόμενα χρόνια.
Αρχείο:
Σχετικό Πρόγραμμα:
Συγγραφέας/είς:
Bernard Shull