Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά
MME
| Μάιος 2013
«Αποτελεί φαντασίωση ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει σύντομα στις αγορές»
Συνέντευξη του Δημήτρη Β. Παπαδημητρίου, στον Χ. Ι. Πολυχρονίου
Ενθεματα, 4 Μαΐου 2013. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος.Ο Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου, πρόεδρος του Levy Economics Institute της Νέας Υόρκης, μιλάει για την πολιτική του ΔΝΤ, το δημοσιονομικό έλλειμμα, την ανεργία, την κρίση της ευρωζώνης και της Ευρώπης, την έξοδο από το ευρώ, τα προγράμματα του «εργοδότη της εσχάτης προσφυγής» την οικονομική πολιτική μιας αριστερής κυβέρνησης
Στην εποχή της λιτότητας και του απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού, η ανάγκη για τη διάδοση μιας εναλλακτικής, προοδευτικής και ρεαλιστικήςοικονομικής σκέψης και πολιτικής είναι περισσότερο από προφανής. Ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παίζει χωρίς αντίπαλο. Υπάρχουν τιτάνες της οικονομικής σκέψης εν ζωή (Στίγκλιτζ, Κρούγκμαν, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς) που αντιμάχονται το πρόγραμμα της νεοφιλελεύθερης μεταμόρφωσης της οικονομίας και της κοινωνίας στο όνομα της ελεύθερης αγοράς και της εξύμνησης της αχαλίνωτης συσσώρευσης του πλούτου, αφιερωμένοι σε μια κοινή προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας μακροοικονομικής πολιτικής που θα έχει ως κύριους στόχους την πλήρη απασχόληση, την αύξηση των μισθών, τη μείωση της ανισότητας, τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών αγορών, την πραγματοποίηση μιας δίκαιης και καλής κοινωνίας.
Στο έργο της αμφισβήτησης των κυρίαρχων οικονομικών και στην προσπάθεια της καθιέρωσης της οικονομικής επιστήμης στην υπηρεσία του κοινού καλού είναι επίσης αφιερωμένα σημαντικά Ινστιτούτα Οικονομικών Ερευνών και «δεξαμενές σκέψης» σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ένα από αυτά είναι και το διεθνούς φήμης Levy Economics Institute του ιστορικού BardCollege.Εμπνευστής και πρόεδρος από την ημέρα της ίδρυσής του έως σήμερα είναι ο διακεκριμένος οικονομολόγος Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου, επίσης καθηγητής Οικονομικών στην έδρα «JeromeLevy» και εκτελεστικός αντιπρόεδρος του BardCollege. Στο διοικητικό συμβούλιο του Ινστιτούτου συμμετέχουν επιφανείς προσωπικότητες από τον χώρο των οικονομικών, συμπεριλαμβανομένου του Τζόζεφ Στίγκλιτς. Το LevyEconomicsInstitute ήταν συνδιοργανωτής στην εκδήλωση-συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, στα τέλη Ιανουαρίου του 2013 με θέμα την κρίση στην Ελλάδα.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου συνομιλεί με τον Χ. Ι. Πολυχρονίου, ερευνητή και PolicyFellow στο LevyEconomicsInstitute, για τη κρίση στη Ελλάδα και την ευρωζώνη.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με τις απόψεις και τις αναλύσεις σας για τα αίτια της ελληνικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, ποιος συνδυασμός παραγόντων οδήγησε την Ελλάδα σε αποκλεισμό από τις διεθνείς πιστωτικές αγορές, αναγκάζοντας τη χώρα να αναζητήσει βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ);
Η ελληνική κρίση ξεκίνησε με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση στις αρχές του 2010 με τη μετακύλιση του ληξιπρόθεσμου χρέους, μετά την ανακοίνωσή της ότι το έλλειμμα είχε υπερβεί το 12%, το οποίο στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι είχε σκαρφαλώσει πάνω από το 15%. Οι εξαγγελίες της τότε κυβέρνησης ότι η Ελλάδα είναι ένα διεφθαρμένο κράτος, σε συνδυασμό με την παρομοίωση του προβλήματος με τις διαστάσεις ενός Τιτανικού, φόβισε τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε βαθμό που απέκλεισαν την Ελλάδα από περαιτέρω πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές συνειδητοποίησαν ότι η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα χρέους όσον αφορά την τυποποιημένη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, ενώ δεν έβλεπαν κάποιο χέρι βοήθειας προς την Ελλάδα από τις Βρυξέλλες ή τη Φρανκφούρτη. Οι αγορές αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι δεν ήταν σωστά εκτιμημένη η αξία του ελληνικού κυρίαρχου χρέους, καθώς η συμπεριφορά της πραγματικής της οικονομίας ήταν πολύ διαφορετική από αυτή των οικονομιών του ευρωπαϊκού Bορρά.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αρνήθηκε να γίνει δανειστής της έσχατης προσφυγής, κάτι που θα έκανε οποιαδήποτε άλλη κεντρική τράπεζα κάτω από παρόμοιες συνθήκες, επειδή υποτίθεται ότι της είχε απαγορευθεί να κάνει κάτι τέτοιο και επειδή δεν ήταν πρόθυμη να εξετάσει άλλες επιλογές που ήταν διαθέσιμες, όπως αυτές που είδαμε να εφαρμόζονται ένα χρόνο αργότερα για τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ισπανίας και της Ιταλίας. Η ανέμπνευστη ηγεσία της ελληνικής κυβέρνησης όχι μόνο δεν πρόβαλλε δυναμικά την υπόθεση της ελαττωματικής δομής της ευρωζώνης, η οποία ενθάρρυνε τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες που χρηματοδοτήθηκαν με φθηνό χρήμα ή την ύπαρξη του συστημικού χαρακτήρα μιας ελληνικής χρεοκοπίας με μεγαλύτερες επιπτώσεις από αυτές της Lehman Brothers.Συμφώνησε, αντ’ αυτού, να συμμορφωθεί με τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας που έχουν ποτέ επιβληθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Συζητιέται ακόμα η απόφαση της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου να εντάξει τη χώρα στο μηχανισμό διάσωσης της ΕΕ και του ΔΝΤ. Υπήρχε εκείνη τη δεδομένη στιγμή άλλη εναλλακτική εκτός από την εξασφάλιση καλύτερων προϋποθέσεων για το πακέτο διάσωσης;
Από τη στιγμή που η Ελλάδα ωςμέλοςτης ευρωζώνης είχε αποκλειστεί από τις διεθνείςχρηματοπιστωτικές αγορές, οι εναλλακτικές λύσεις ήταν ελάχιστες. Έναπακέτοδιάσωσηςαπότην Ε.Ε. ήταν η μόνη ρεαλιστική προοπτική.Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση αποδέχτηκε σιωπηρά, ή με αφελή τρόπο, τους σκληρούς όρους που συνόδευσαν τοπακέτο διάσωσης. Είναι σαφές ότι ηκυβέρνησηΠαπανδρέου δεν έπαιξε σωστάτα χαρτιά της, ειδικά από τη στιγμή που ήτανγνωστό ότι οι τράπεζες τηςΓερμανίας, της Γαλλίαςκαι πολλών χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά ήταν εξαιρετικά εκτεθειμένες στο ελληνικόδημόσιο χρέος. Η επιπτώσεις θα ήταν τρομακτικά γρήγορες και, αν δεν ετίθεντο υπό έλεγχο, μια ελληνική χρεοκοπία θα σήμαινετο τέλοςτης ευρωζώνης, ενδεχομένως της Ε.Ε. Δεν είχαμε να κάνουμε απλώς με μια ελληνική κρίση, αλλά με μια κρίσητης ευρωζώνης. Η ελληνική κρίση έπρεπε, κάτω από την πίεση της ελληνικής κυβέρνησης, να αντιμετωπιστεί διαφορετικά, χωρίς τα τρελά καιεπικίνδυνα μέτραπου σχεδιάστηκαν και επιβάλλονται εδώ και τρία χρόνια στους έλληνες πολίτες, χωρίς κανέναορατό τέλος. Εν ολίγοις, η κυβέρνηση Παπανδρέου τα έκανε μούσκεμα…
Οι επιπτώσεις του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μέτρων λιτότητας έχουν αποδειχθεί εντελώς καταστροφικές για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ποια είναι η ερμηνεία σας για τη λογική που καθοδηγεί αυτού του είδους τις πολιτικές;
Η δημοσιονομική εξυγίανση και τα μέτρα λιτότητας αποτελούν μια τυποποιημένη συνταγή του ΔΝΤ, μαζί με τις νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται ότι θα επιτρέψουν στις αγορές να είναι ελεύθερες, αχαλίνωτες και ανταγωνιστικές. Παρά τις συντριπτικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, αυτή η στρατηγική συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό κάθε φορά που καλείται να παρέμβει το ΔΝΤ. Επιβάλλεται η ψευδαίσθηση ότι οι αγορές θα παρέχουν από μόνες τους, και με αποτελεσματικό τρόπο, όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειάζονται οι κοινωνίες, καθώς και ότι η παρέμβαση του κράτους οδηγεί σε διαστρεβλώσεις και υψηλότερο κόστος παραγωγής. Όλα αυτά είναι ανοησίες, που τα πιστεύουν μόνο οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι.
Το γεγονός ότι το κράτος έχει ρόλο στην ανακατανομή του εισοδήματος για την παροχή δημόσιων αγαθών, δηλαδή κοινωνική ασφάλιση, υγειονομική περίθαλψη, παιδεία κλπ., και γενικά παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας που είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία του συστήματος, δεν έχει καμία θέση στη νεοφιλελεύθερη σκέψη. Κανείς δεν εξεπλάγη από το φάρμακο που προσφέρθηκε στην Ελλάδα — εκτός από τη δοσολογία, την απίστευτη σκληρότητα των μέτρων. Σε μια ανάλογη δοκιμασία θα επιβληθεί και η Κύπρος. Αναρωτιέται πλέον κανείς τι είναι η Ε.Ε. και προς ποιανού όφελος λειτουργεί. Σε τελική ανάλυση, δεν φαίνεται να αποτελεί κάτι παραπάνω από μια τελωνειακή ένωση που λειτουργεί στο πλαίσιο μιας σύγχρονης μερκαντιλιστικής δυναμικής προς όφελος μιας τεχνολογικά προηγμένης χώρας, δηλαδή της Γερμανίας. Μπορείτε να φανταστείτε τη Γερμανία να υποβάλλεται σε μέτρα λιτότητας όπως αυτά που εφαρμόζονται στην Ελλάδα όταν παραβίασε τα κριτήρια του Μάαστριχτ για τα ελλείμματα και το χρέος την εποχή που η οικονομία της βρισκόταν ακόμη σε ύφεση;
Έχουν ειπωθεί πολλά για την επιμέρους παραδοχή του ΔΝΤ ότι δεν υπολόγισε σωστά τις επιπτώσεις της λιτότητας στην οικονομία. Ωστόσο, ο οργανισμός έχει μακρά ιστορία με πολιτικές γκάφες, λανθασμένες εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη, και την τάση να κατηγορεί στο τέλος τις εγχώριες κυβερνήσεις για τις δικές της καταστροφικές πολιτικές συνταγές. Μερικά πρόσφατα παραδείγματα που έρχονται στο νου είναι η Ιρλανδία, όπου το ΔΝΤ επίσης αναγνώρισε ότι έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του για τις επιπτώσεις της λιτότητας, και η Λετονία, όπου κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι προώθησε πολύ περισσότερο από ό,τι έπρεπε τις δικές του καταστροφικές πολιτικές. Όλα αυτά μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα οικονομικά δεν είναι επιστήμη ή ότι απλώς τα οικονομικά που ακολουθεί το ΔΝΤ είναι λάθος;
Η σύντομη απάντηση είναι ότι τα οικονομικά που ενστερνίζεται το ΔΝΤείναι εντελώς ανυπόστατα.Οι πολιτικές που καθοδηγούνται από την ιδεολογίατουέχουν αποτύχει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις και στο τέλος εγκαταλείφθηκαν. Όταντα αποτελέσματα των πολιτικών του επιλογών καταλήγουν να είναι καταστροφικά, και είναι πάντα καταστροφικά, το ΔΝΤ επιρρίπτει ευθύνες σε άλλους παράγοντες, και όχιστη δική του ανικανότητα. Η πιο σύγχρονη και κατάφωρηπερίπτωση είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές στην εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης για την Ελλάδα.Πολλοί οικονομολόγοι ,εντός και εκτόςΕλλάδας,συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Σαμαρά όταν ήτανστηναντιπολίτευση, γνώριζαν καιπροειδοποιούσαν έντοναγια την επιδείνωσητης ύφεσηςπου προέρχεται απότιςλανθασμένεςεκτιμήσεις του ΔΝΤ. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μέγας διανοητής για ναγνωρίζει ότι,κατά τη διάρκεια μιαςύφεσης, οι περικοπές δαπανώνκαι οι αυξήσεις στη φορολογία είναι σαν ρίχνεις βενζίνηστη φωτιά. Οι οικονομολόγοι το γνωρίζουν από την εποχή της Γενικής Θεωρίας του Κέυνς (1936). Αυτό που είναι ειρωνικό αλλά και ανήθικο με το ΔΝΤ είναι, ενώ παραδέχθηκετα λάθη του στην περίπτωση της Ελλάδας, συνεχίσει να επιμένει σθεναρά ότι η χώρα πρέπει να συμμορφωθεί με το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης που επιβάλλει – και η ελληνική κυβέρνηση, φυσικά, συνεχίζεινα το υλοποιεί.
Η μοναδική ίσως θετική επίπτωση του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι η μείωση των ελλειμμάτων, ένα αποτέλεσμα που στο μυαλό της σημερινής κυβέρνησης δικαιολογεί τη συνέχιση της επιβολής των μέτρων λιτότητας. Πόσο μεγάλη οικονομική «επιτυχία» μπορεί να αποτελεί η μείωση του ελλείμματος, όταν το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) συνεχίζει τη δραματική πτωτική του τροχιά, όταν η ανεργία έχει εκτιναχθεί και το χρέος έχει διογκωθεί τα τελευταία δύο χρόνια; Επιπλέον, αρκεί μόνο η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος για να επιστρέψει η χώρα στις διεθνείς πιστωτικές αγορές;
Η μείωσητου δημοσιονομικού ελλείμματοςείναι συνέπειατηςλιτότηταςκαι, κατά την εκτίμησή μου, δεν αποτελεί κάποιο σοβαρό οικονομικό επίτευγμα. Οποιοσδήποτε μπορεί να πετύχει τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αν αγνοήσει τις συνακόλουθεςοικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες. Η διαδικασία της μείωσης του ελλείμματοςπου βαθαίνειτην ύφεση, η οποία μειώνει τα φορολογικά έσοδα, που στη συνέχεια απαιτούν περισσότερη λιτότητα,είναι φαύλος κύκλος: σαν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Μόνο κάποιος ανόητος μπορεί να το δει αυτό ως οικονομική«επιτυχία». Όπως έχουμε συνειδητοποιήσει, οι πιστωτικές αγορέςέχουν τον δικό τους τρόπο σκέψη, ο οποίος όμως δεν είναι ανόητος. Μπορούν να αντιληφθούν αν η πορεία μιας οικονομίας προς την ανάκαμψη είναι αβέβαιη. Και αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμά τους για την Ελλάδα.
Είναι σκέτη φαντασίωσηότι η Ελλάδα θα επιστρέψει σύντομα στις αγορές. Με την αστάθεια που επικρατεί στην Ευρώπη και την υποτονική ανάπτυξη στις ΗΠΑ, μόνο ένας άθλος του Ηρακλέους –επίπεδα ανάπτυξης ανάλογα με αυτά της Κίνας– θα βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Πόσο εφικτό είναι αυτό; Καθόλου, εκτιμώ. Φυσικά, οι επενδυτές που επιδιώκουν το βραχυπρόθεσμο κέρδος θαεπωφεληθούν από τιςθετικές ευκαιρίες arbitrage που προσφέρονται από το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά τα θετικάσημάδιαστις αγορές κεφαλαίων θα είναι βραχύβια και θα είναι ελάχιστος ο αριθμός των παικτών που θα επωφεληθεί.
Ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα από τις ελληνικές κυβερνήσεις για την καταπολέμηση της μάστιγας της ανεργίας. Οφείλεται αυτό στο ότι η υψηλή ανεργία θεωρείται το τίμημα για την δημοσιονομική προσαρμογή, ή στο ότι πολύ απλά δεν υπάρχουν πόροι για την αντιμετώπιση της ανεργίας;
Η σύντομη απάντησηστις δύο αλληλένδετες ερωτήσεις σας είναι ναι. Οι ερωτήσεις σας αγγίζουν τα πιοθεμελιώδη οικονομικά ζητήματα. Η δημοσιονομική εξυγίανση –περικοπές δαπανών και υψηλότεροι φόροι– μειώνουν τη συνολική ζήτηση, η οποίαμειώνει τηνπαραγωγή και την απασχόληση. Καθώς αυξάνεται η ανεργία, τα εισοδήματα μειώνονται και ο ιδιωτικός τομέαςμειώνειτην παραγωγή και απολύειεργαζόμενους, καθιστώντας τις οικονομικές συνθήκες σταδιακά χειρότερες. Αυτή η καθοδική πορείαμπορεί να σταματήσει μόνο με την παρέμβαση του δημόσιου τομέα. Σε περίπτωση έλλειψης δημοσίων πόρων, η καθοδική πορεία θα συνεχιστεί έως ότου η οικονομία πιάσει πάτο,μιαοικονομίαμεπρωτοφανήεπίπεδα φτώχεια και ανέχειας. Πριν απ’ αυτό, ωστόσο, προετοιμαστείτε να δείτε την έκρηξη ενός ηφαιστείου με ανυπολόγιστες συνέπειες,όχιμόνογια την Ελλάδααλλά καιγια την Ευρώπη ως σύνολο. Η αντίσταση στη λιτότητα δεν περιορίζεται στηνΑθήνα, αλλά έχει περικυκλώσει τηΡώμη, τη Μαδρίτη και τις Βρυξέλλες.
Οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για τη μείωση της ανεργίας πρέπει αναμφισβήτητα να περιλαμβάνει τον δημόσιο τομέα. Όμως η ελληνική κυβέρνηση, με επικεφαλής το Υπουργείο Οικονομικών, επιδίδεται σε μια έντονη προπαγάνδα εναντίον του κράτους. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας μέρος της εμπειρίας του «εργοδότη έσχατης προσφυγής» σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν μεγάλες οικονομικές κρίσεις;
Η προπαγάνδα της κυβέρνησης κατά της συμμετοχής του κράτους φαίνεται να είναιοξύμωρη.Κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι η εποχή της απορρόφηση του εργατικού δυναμικούαπότον δημόσιο τομέα έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά ο πρωθυπουργός επιδιώκει να κατευθύνει ένα μέροςτων διαρθρωτικών ταμείωνγιατηνκατάρτιση και τηνεπιδοτούμενη απασχόληση. Θα είναι καλό κάποια στιγμή να περιοριστεί η κακοφωνία και η σύγχυση της κυβέρνησης. Αυτό δείχνει πως οι κυβερνητικοί εταίροιείναι απελπισμένοικαι καθόλου σίγουροι για τις πολιτικές που εφαρμόζουν.
Η διεθνής εμπειρία με τα προγράμματα απασχόλησης όπου το κράτος δρα ως «εργοδότηςέσχατης προσφυγής» είναι πολύ ενθαρρυντική. Πρόσφατες εμπειρίες από τη Αργεντινή, τη Νότια Κορέα και τη Χιλή, από την Αυστραλία και τη Σουηδίαστη δεκαετία του 1970, πόσο μάλλον στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, λένε πολλά για την αποτελεσματικότητα αυτών των προγραμμάτων.Ακόμη και το πολύ περιορισμένης εμβέλειας πρόγραμμα «κοινωνικής εργασίας» που τέθηκε σε εφαρμογή πέρυσι στην Ελλάδα είχε σημαντική επιτυχία. Ανη κυβέρνηση καταφέρει να διαμορφώσει το πολυδιαφημισμένο διαρθρωτικό πλεόνασμα της τάξεως του 1,5% πουαναμένεται να επιτευχθεί φέτος, και χρησιμοποιήσει αυτούς του πόρους για τη διεύρυνση των προγραμμάτων απασχόλησης, πάνω από 200.000 άνθρωποι μπορεί να απασχοληθούν με θετικά μακροοικονομικά αποτελέσματα,λόγω της αύξησης της συνολικής ζήτησης. Δεδομένου ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα ακόμη πιοδεινές οικονομικές συνθήκεςαπό αυτές της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 στις ΗΠΑ, μόνο ένα πρόγραμμα αυτού του τύπου, δηλαδή του «εργοδότη έσχατης προσφυγής», μπορεί να επιφέρει σοβαρή αλλαγή. Δεν χρειαζόμαστε προγράμματαγια την επανεκπαίδευσητων ανέργων. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανέργων διαθέτει ήδη την απαραίτητη τεχνογνωσία για να απασχοληθεί δημιουργικά στην αγορά εργασίας.
Αρκετοί οικονομολόγοι, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, έχουν υποστηρίξει ότι η Ελλάδα θα ήταν σε καλύτερη μοίρα εάν αποχωρούσε από το ευρώ και επέστρεφε στη δραχμή, αν και το όλο ζήτημα παραμένει «ταμπού» για την ελληνική κοινωνία. Ποια θα ήταν τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της εξόδου της χώρας από το ευρώ για την οικονομία και την κοινωνία;
Όταν όλες οι επιλογές για την παραμονή στην ευρωζώνη έχουν εξαντληθεί, είναι καιρός να σκεφτούμετο αδιανόητο έως τότε. H έξοδος από το ευρώείναι η χειρότερη δυνατή επιλογή για μια χώρα-μέλος της ευρωζώνης. Όσοι από εμάς ήμασταν ενάντιοι στη στρατηγική της εξόδου, πιστεύαμε ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες θα αναγνώριζαν εγκαίρως την ελαττωματική δομή της ευρωζώνης και θα προσπαθούσαν να τη διορθώσουν. Βλέπουμε όμως ότι η Γερμανία επιμένει στη δημιουργία μιας γερμανικής Ευρώπης, αντίμιας ευρωπαϊκής Ευρώπης.
Οι συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ θα είναι πολύ σοβαρές και πολύ χειρότερες από αυτές των τελευταίων ετών. Βέβαια, η έξοδος θα προσφέρειπερισσότεροχώρο στη δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπισητης ανεργίας και την επέκταση των δημοσίων επενδύσεων, αλλά αυτόθαπρέπει νασυνδέεταιμε τηναναστολή στις πληρωμές των τόκων επί του χρέους, τον περιορισμό στις εκροές κεφαλαίωνκαι τηνεθνικοποίησητου τραπεζικού τομέα. Θα προκύψουν σημαντικές ελλείψειςστον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων και στο πετρέλαιο, ακόμη και στα τρόφιμα, οπότε έναπρόγραμμαυποκατάστασης των εισαγωγών για ορισμένα αγαθάπου τώρα εισάγονται θα είναι αναγκαίο. Ελπίζω ότιδεν θα φτάσουμε σε αυτό το σημείο.
*Ως οικονομολόγος, αποδίδετε αξία στην έννοια της «αστικής ή πολιτικής κουλτούρας» ως καθοριστικού παράγοντα για την οικονομική επίδοση μιας χώρας και την κοινωνική διάρθρωση που επικρατεί;
Χρησιμοποιούμεαξίες στις οικονομικούς μεταβλητές για την παρακολούθηση των οικονομικών και κοινωνικών επιδόσεων ενός κράτους.Αλλά οι μετρήσεις δεν μας λένε τίποτα για τον ιστό της κοινωνίαςπου ζούμε. Μας λένε πολύ λίγα πράγματα για τους θεσμούς ή την κοινωνική τάξη στηδημοκρατική εκπροσώπηση. Ποιοι είναι οι θεσμοί που μεριμνούν για τα προβλήματα και τις ανησυχίεςτων φτωχών, των ανέργων, των αστέγων και των μη προνομιούχων; Πώς μπορούμε ναδιασφαλίσουμ
Συγγραφέας/είς: