Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά
MME
| Νοέμβριος 2013
Οι ΗΠΑ χρειάζονται νέα στρατηγική στις εξαγωγές
Tου Δημητρη Παπαδημητριου
Kathimerini, November 29, 2013. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος.Μια πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα σε μια χαλυβουργία του Οχάιο, υπερτόνισε την υπόσχεσή του να δημιουργήσει ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία. Την ίδια ημέρα, η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Πένι Πρίτζκερ, ανακοίνωνε την εκστρατεία του υπουργείου της για την τόνωση των εξαγωγών, λέγοντας: «Το εμπόριο πρέπει να αναδειχθεί σε μεγαλύτερο μέρος του DNA της οικονομίας μας!»
Οι δύο αυτές κατευθύνσεις –της αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής και της βελτίωσης των εξαγωγών– πρέπει να συνδεθούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν άμεσα ανάγκη μιας στρατηγικής για την έρευνα και την ανάπτυξη. Αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ευνοήσει σοβαρά την έρευνα και την ανάπτυξη θα συντείνει στη συγκράτηση της από μακρόν πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής στη χώρα και θα αναδείξει εκ νέου τις ΗΠΑ σε πρωταγωνιστή και σοβαρό ανταγωνιστή στην αγορά της υψηλής τεχνολογίας. Την ίδια ώρα, οι αυξανόμενες πωλήσεις αυτών, των άλλοτε εξαγωγών—κλειδιών της χώρας, θα βελτιώσουν το μειούμενο εμπορικό ισοζύγιό της.
Πρόκειται για την καλύτερη δυνατότητα που έχουν οι ΗΠΑ ώστε να δώσουν ώθηση στην αδύναμη ανάκαμψη της οικονομίας τους. Οι επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη προϊόντων που πωλούνται διεθνώς θα σημάνουν την καλύτερη δυνατόν υποστήριξη προς την οικονομική ανάπτυξη από οποιαδήποτε άλλη σήμερα διαθέσιμη δυνατότητα. Το ΑΕΠ θα αυξηθεί, η ανεργία θα μειωθεί και η ανανέωση των μεθόδων παραγωγής θα μεταφερθούν στον υπόλοιπο κόσμο.
Η κυβέρνηση Ομπάμα είναι υπερήφανη για την κατά 4,4% αύξηση το 2012—από το 2011—των αμερικανικών εξαγωγών. Ωστόσο, αυτή η αύξηση δεν επέφερε καίριο πλήγμα στην ανεργία και δεν συνέτεινε στην ουσιαστική αύξηση των αναπτυξιακών ρυθμών, καθώς οι καθαρές εξαγωγές—οι εξαγωγές μείον τις εισαγωγές—φθίνουν. Οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος στην εντάσεως εργασίας αρένα των εξαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων που είναι επίσης και εντάσεως τεχνολογίας. Στο παρελθόν πρώτες παγκοσμίως, οι ΗΠΑ ξεπεράστηκαν πλέον από τη Γερμανία.
Η αμερικανική οικονομία δεν πρόκειται να δυναμώσει όσο το εμπορικό έλλειμμα της χώρας θα αγγίζει το προβληματικά υψηλό ποσοστό του 3% του ΑΕΠ και μάλιστα θα βαίνει αυξανόμενο. Μέχρι την εποχή των κυβερνήσεων Ρέιγκαν, η χώρα διέθετε εμπορικά πλεονάσματα. Εκτοτε, τόσο η βιομηχανική παραγωγή όσο και οι καθαρές εξαγωγές της μειώνονται, σχεδόν σε ευθεία αναλογία. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα ακόμη και να μηδενίσουν το εμπορικό έλλειμμά τους...
Μελέτες του Ινστιτούτου Λεβί (Levy Economics Institute), που μόλις ολοκληρώθηκαν, καταμέτρησαν το πώς μια αλλαγή των δεδομένων όσον αφορά την κρατική δαπάνη για την έρευνα και την ανάπτυξη μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της. Τα καλύτερα αποτελέσματα που καταγράφησαν αφορούν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δημόσιο χρήμα θα διατίθετο για να ενισχυθούν οι καινοτομίες, ιδιαίτερα σε εκείνες τις εξαγωγικές βιομηχανίες που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν νέα προϊόντα ή να υιοθετήσουν τεχνικές μείωσης του κόστους τους παραγωγής. Οταν αυξανόταν σχετικώς ελαφρώς για παράδειγμα, η χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης νέων προϊόντων που διενεργείται από εξαγωγείς υψηλής τεχνολογίας, η επίδρασή της ήταν πολλαπλασιαστική. Το κέρδος από μια τέτοια επένδυση ήταν υψηλότερο ακόμη και από εκείνο που θα αντλούσε η αμερικανική οικονομία αν αναβαθμίζονταν διάφορες υποδομές (έργα υποδομών) για τις οποίες είναι γνωστό ότι χρειάζονται άμεσα βελτιώσεις. Αν και οι οικονομολόγοι δεν έχουν προς το παρόν υπολογίσει την προστιθέμενη αξία της έρευνας και της ανάπτυξης, οι εκτιμήσεις τους είναι ότι είναι σημαντική. Ειδικότερα, στην προαναφερόμενη μελέτη υποτέθηκε ότι το μετριοπαθές ποσόν των 160 δισ. ετησίως θα διατίθετο για την έρευνα και την ανάπτυξη έως το 2016. Σύμφωνα με το μοντέλο, σε μια τέτοια περίπτωση η ανεργία θα μειωνόταν στο 5% το 2016, ενώ σε άλλη περίπτωση θα παρέμενε στο 7%, ενώ οι αναπτυξιακοί ρυθμοί θα αυξάνονταν σταδιακά μέσα στην επόμενη τριετία στο 5,5% αντί να παραμένουν γύρω στο 3,5%.
* Πρόεδρος του Levy Economics Institute του Bard College. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Reuters.
Συγγραφέας/είς: