Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά
MME
| Μάρτιος 2014
Μπορούν να δημιουργηθούν 250-750 χιλιάδες θέσεις εργασίας
Κ. Καλλωνιάτης
Ελευθεροτυπία, 12 Μαρτίου 2014. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος.Την ανάγκη να στραφεί η οικονομική πολιτική σε μία ενεργητική πολιτική αύξησης της απασχόλησης με το κράτος ως «εργοδότη ύστατης καταφυγής» να προμηθεύει εγγυημένη απασχόληση σε όσους από τους μακροχρόνια ανέργους επιθυμούν και δύνανται να εργασθούν αλλά δεν μπορούν να βρουν εναλλακτικές ευκαιρίες απασχόλησης, με αμοιβή τον κατώτατο μισθό, ανέλυσαν χθες οι ερευνητές του Levy Institute Ρ. Αντωνοπούλου – Δ. Παπαδημητρίου (πρόεδρος του Ινστιτούτου) και Σοφία Αδάμ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) σε ημερίδα που οργάνωσε το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Την έκθεση σχολίασαν θετικά έως επαινετικά σε στρογγυλή τράπεζα, με συντονιστή τον καθηγητή Γ. Αργείτη, οι καθηγητές Π. Λιαργκόβας, Γ. Σταθάκης και Ν. Χριστοδουλάκης.
Οι ερευνητές εξήγησαν γιατί η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποτύχει καταστρέφοντας την οικονομία κι εισάγοντάς την σε μία παρατεταμένη κρίση από την οποία δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψουμε σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης πριν απ' την πάροδο 1,5-2 δεκαετιών. Υπογράμμιισαν, δε, τους λόγους για τους οποίους οι υπάρχουσες πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης δεν επαρκούν.
Συγκεκριμένα, διευκρίνισαν πως η στρατηγική μείωσης της εργάσιμης εβδομάδας έχει δοκιμασθεί διεθνώς χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, τα προγράμματα επιχειρηματικότητας δύσκολα δημιουργούν απασχόληση, ενώ οι πολιτικές επιδότησης της απασχόλησης αποδίδουν περιορισμένα και δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά γιατί οι επιχειρήσεις συχνά απολύουν για να προσλάβουν με το καθεστώς επιδότησης.
Αντίθετα, το σχέδιο εγγύησης της μισθωτής εργασίας από το κράτος ως εργοδότη ύστατης καταφυγής που προτείνει το Levy αποτελεί μία ενεργητική πολιτική απασχόλησης με σκοπό την τόνωση των μισθών και της ζήτησης και της μέσω αυτής ανάπτυξης της οικονομίας και δημιουργίας μόνιμων θέσεων εργασίας.
Πρόκειται για μία πολιτική που, όπως εξήγησε η κ. Αντωνοπούλου, δεν θα υποκαταστήσει την ανάγκη για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας που είναι η μόνη βιώσιμη λύση στο πρόβλημα της μαζικής ανεργίας, αλλά αποτελεί έναν ελαστικό μηχανισμό (αναλόγως της συγκυρίας) που πρέπει να συντονιστεί με άλλες πολιτικές όπως είναι η βαθμιαία αποκατάσταση του ελάχιστου μισθού, τα κίνητρα ενίσχυσης των επενδύσεων και μία επεκτατική πολιτική που θα περιλαμβάνει την πολιτική απασχόλησης.
Αξίζει να τονισθεί πως, σύμφωνα με την πρόταση-σχέδιο, αυξάνεται και το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα διαχρονικά μέσω των πολλαπλασιαστικών επιδράσεων που έχει αυτό στην οικονομία και, αναλόγως του εάν ο κατώτατος μισθός θα είναι τα 586 ή τα 751 ευρώ, το καθαρό κόστος του προγράμματος διαφέρει και υπολογίζεται να κυμανθεί από 0,6% του ΑΕΠ έως 2%, ενώ και το όφελος σε δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μπορεί να ανέλθει από 257.000 έως 750.000 συνολικά.
Από τους επίσημους προσκληθέντες για το σχολιασμό της έκθεσης, ο κ. Λιαργκόβας εστίασε στην ανάγκη να συνδυαστεί μία τέτοια πολιτική με μία γενικότερη πολιτική τόνωσης της ανάπτυξης που έχει επισκιάσει έως τώρα το Μνημόνιο κι ενώ όλοι πια παραδέχονται πως το χρέος δεν είναι πλέον βιώσιμο, ενώ ο πήχυς των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ανέφικτος.
Ο κ. Σταθάκης συμφώνησε με τις δύο βασικές ιδέες της έκθεσης, πως δηλαδή η ανάκαμψη δεν θα προκύψει μόνο με αύξηση των επενδύσεων αλλά και της απασχόλησης και πως αν δεν κάνουμε τίποτα στον τομέα της απασχόλησης, ακόμη κι αν έλθει η ανάκαμψη (ακόμη και με μνημονιακή πολιτική) η απασχόληση θα καθυστερήσει πολύ να ανακάμψει. Επίσης, συμφώνησε με το θετικό αναδιανεμητικό αποτέλεσμα της πρότασης, αν και αμφισβήτησε τη θετική επίδραση στις επενδύσεις λόγω του μεγάλου ανενεργού παραγωγικού δυναμικού.
Τέλος, ο κ. Χριστοδουλάκης θεώρησε εξαιρετικά χρήσιμη την πρόταση Levy, τονίζοντας πως πρόκειται για την καλύτερη έκθεση που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα για την απασχόληση, αμφισβήτησε όμως πως μπορεί να δημιουργηθούν 500.000 νέες θέσεις απασχόλησης.