Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά
MME
| Αύγουστος 2014
Λιτότητα και φόροι τορπιλίζουν την ανάπτυξη
H οικονομική ανάπτυξη και η τόνωση της εγχώριας ζήτησης στην Ελλάδα δεν μπορεί να προέλθει από τις δαπάνες του ιδιωτικού τομέα, καθώς τα νοικοκυριά επιχειρούν να περιορίσουν τα χρέη τους, ενώ είναι «φορτωμένα», περισσότερο από ποτέ, με φορολογικές υποχρεώσεις και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να βρουν βιώσιμες λύσεις χρηματοδότησης. Η δε υπερ-εξάρτηση από τον τουρισμό, παρά τα αυξανόμενα εκατομμύρια των αφίξεων, εκτιμάται ότι είναι απίθανο να χαρίσει στην ελληνική οικονομία την αναμενόμενη ανάκαμψη.
Αυτό επισημαίνει νέα, αδημοσίευτη έρευνα του αμερικανικού think tank Levy Economics Institute. Το Levy Institute του Bard College της Νέας Υόρκης ασκεί αυξημένη επιρροή στη δημόσια διεθνή οικονομική και επιχειρηματική συζήτηση διεθνώς και λειτουργεί de facto συχνά ως άτυπο συμβουλευτικό σώμα διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής. Πρόεδρός του είναι ο Ελληνας καθηγητής οικονομικών Δημήτρης Παπαδημητρίου και στο διοικητικό του συμβούλιο συμμετέχουν κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες, όπως ο επικεφαλής της Morgan Stanley Mάρτιν Λίμποβιτς, ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Columbia Τζότζεφ Στίγκλιτζ και ο ομόλογός του από το Harvard University Ουίλιαμ Τζούλιους Ουίλσον.
Αποκτά έτσι ιδιαίτερη βαρύτητα το γεγονός ότι στην εν λόγω στρατηγική ανάλυση με τίτλο «Θα σώσει ο τουρισμός την Ελλάδα;» δίδεται αρνητική απάντηση και προτρέπονται όλα τα εμπλεκόμενα κέντρα λήψης αποφάσεων για την ελληνική περίπτωση να προχωρήσουν σε αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται και να προωθήσουν σύντομα τη μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, εφαρμόζοντας ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων. «Το σύνηθες σενάριο πολιτικής που χαρακτηρίζεται από σκληρή λιτότητα δεν παράγει ανάπτυξη και συντηρεί τα πρωτοφανή επίπεδα ανεργίας πρέπει να τερματιστεί άμεσα», τονίζουν οι αναλυτές του Levy Institute.
Η οριακή μείωση της ανεργίας, που καταγράφουν τα τελευταία στοιχεία στην Ελλάδα αμφισβητείται ευθέως και αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στις στρεβλώσεις από τη μεγάλη μετανάστευση προς το εξωτερικό, η οποία υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 100.000 άτομα από την αρχή της κρίσης, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ. Εξετάζοντας τις επιπτώσεις της πολιτικής της δημοσιονομικής λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης με στόχο να αυξηθεί η παραγωγικότητα και μαζί της οι καθαρές εξαγωγές, το αμερικανικό ινστιτούτο εκτιμά ότι δεν μπορούν να επιτύχουν τις βασικές προτεραιότητες που πρέπει να είναι η αύξηση της απασχόλησης και η αναστροφή της απομείωσης της περιουσίας των νοικοκυρών. Τονίζει ότι ήδη η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της χώρας έχει βελτιωθεί, αλλά η ζήτηση που χρειάζεται η οικονομία δεν είναι δυνατόν να τονωθεί υπό το βάρος των υποχρεώσεων των νοικοκυριών, παρά κάποια σημάδια προς αυτή την κατεύθυνση νωρίτερα φέτος, τα οποία όμως θεωρεί παροδικά. Και εκτιμά ότι ο τουρισμός δεν επαρκεί για να σηκώσει το βάρος της αύξησης του ΑΕΠ, καθώς ο αποπληθωρισμός και οι μειωμένες κατά κεφαλήν δαπάνες των επισκεπτών εξανεμίζουν τα όποια πραγματικά οφέλη από την ανάπτυξή του.
Επιχειρηματολογεί δε διεξοδικά υπέρ της άποψης ότι η άνευ προηγουμένου μείωση των ονομαστικών και πραγματικών μισθών θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να έχουν ουσιαστικό θετικό αντίκτυπο στο εμπόριο, και αυτό μόνον εάν τελικά αποδειχθεί ότι μπορεί αυτή η οδός να επιτύχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Καλεί λοιπόν επειγόντως όλα τα εμπλεκόμενα κέντρα λήψης αποφάσεων να προχωρήσουν σε μείωση της φορολογίας και αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, αφού εκτιμά ότι και ο ιδιωτικός τομέας αδυνατεί να επωμιστεί νέες επενδύσεις.
Ο στόχος όλων των ερευνών και δραστηριοτήτων του Levy Institute είναι, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του χάρτη, να εξυπηρετήσει την ευρύτερη κοινότητα χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντας στους μελετητές και τους επικεφαλής των επιχειρήσεων, της απασχόλησης και της διακυβέρνησης να συνεργαστούν σε προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Οι προτάσεις του συχνά γίνονται το λιγότερο υποθέσεις εργασίας και έτσι αναμένεται να γίνει και με την εν λόγω έρευνα.
«Ασανσέρ» οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα
Ορισμένοι δείκτες παραγωγής στον τομέα του τουρισμού έχουν βελτιωθεί, σημειώνει το Levy Institute, εξηγώντας ότι -όπως προκύπτει από τον κύκλο εργασιών του κλάδου- ήδη κατά το α΄ τρίμηνο του 2014 σημειώνεται αύξηση της τάξης του 14% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του περασμένου έτους. Ομως παραμένει κατά 30% χαμηλότερα από τα υψηλά επίπεδα του το 2008.
Η ανάκαμψη στον τουρισμό έχει πράγματι θετική επίδραση στο εμπορικό ισοζύγιο στον τομέα των υπηρεσιών. Τα δε στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος δείχνουν επίσης βελτίωση στις εξαγωγές, στην κατηγορία «ταξίδι», η οποία αντιπροσώπευε 12 δισ. ευρώ για το 12μηνο που έληξε τον Απρίλιο του 2014. Δηλαδή οριακά υψηλότερα από το προηγούμενο υψηλό το 2008, σημειώνει η μελέτη του Ινστιτούτου.
Ομως, παρατηρεί ότι οι εξαγωγές στην κατηγορία των μεταφορών, όπου κυριαρχεί το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, έχουν υποχωρήσει στα επίπεδα των 12 δισ. έναντι της προηγούμενης κορυφής του στα σχεδόν 20 δισ. ευρώ το 2008. Η βελτίωση των επιδόσεων αυτής της εγγραφής στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που παρατηρήθηκε κατά το α΄ τρίμηνο φέτος, είναι οριακή και μικρότερη από 1 δισ. σε ετήσια βάση. Η δε βελτίωση στον τομέα του τουρισμού είχε μόνο μικρή θετική επίδραση στην απασχόληση, παρατηρεί.
Για το έτος που έληξε το πρώτο τρίμηνο του 2014, η καθαρή απασχόληση σε αυτόν τον τομέα αυξήθηκε μόλις κατά 3.150 εργαζόμενους, γεγονός που προκύπτει από την αύξηση των μισθωτών του κλάδου κατά 5.925 και την παράλληλη μείωση των ιδιοαπασχολούμενων κατά 2.775. Ετσι, ο τομέας του τουρισμού εκτιμάται ότι παρουσιάζει κάποια σημάδια αναδιάρθρωσης που μπορεί να συνεπάγεται ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας και ένα μικρότερο εν δυνάμει περιθώριο για την απορρόφηση της ανεργίας.
Συνολικά, λοιπόν, σημειώνει το Levy, η βελτίωση των τουριστικών δραστηριοτήτων έχει μέχρι σήμερα μια μικρή συνεισφορά στη βελτίωση τόσο του ισοζυγίου πληρωμών όσο και της απασχόλησης, και αυτό είναι απίθανο να μεταβληθεί και να αλλάξει δραματικά προς το καλύτερο τα παραπάνω μεγέθη τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα. Την ίδια ώρα μάλιστα, ο αποπληθωρισμός των μισθών που έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα καταγράφει τον ταχύτερο ρυθμό που έχει σημειωθεί στην εποχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε οποιαδήποτε από τις ανεπτυγμένες χώρες.
Το Levy Institute σημειώνει ότι, με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της ΕΛΣΤΑΤ, οι ονομαστικοί μισθοί ήταν στα τέλη Μαρτίου κατά 24,8% χαμηλότεροι απ’ ό,τι στο αποκορύφωμά τους στις αρχές του 2010, ενώ οι πραγματικοί μισθοί είναι ακόμη πιο συρρικνωμένοι και ειδικότερα κατά 28,7% απ’ ό,τι στην προηγούμενη κορυφή τους. Η Ελλάδα γνώρισε ταχεία αύξηση των ονομαστικών μισθών μέχρι την κρίση, καθώς έκλεινε το χάσμα με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης: το 2000, ο μέσος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα ήταν 1.623 ευρώ ή 58% του γερμανικού μέσου μηνιαίου μισθού. Η διαφορά μειώθηκε σε 70% έως το 2009, αλλά άρχισε να διευρύνεται και πάλι μετά την κρίση, έτσι ώστε το 2012 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν 56% αυτού στη Γερμανία. Μια κατάσταση χειρότερη από αυτή δώδεκα χρόνια πριν.
Η συγκριτική θέση των Ελλήνων εργαζομένων συνεχίζει να υποβαθμίζεται από το 2012 και το Levy Institute προβλέπει ότι θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Εάν εξετάσει κανείς την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας από πλευράς δυναμικής του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωζώνης τα επιτεύγματα είναι επίσης μεγάλα. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα είχε αυξηθεί ταχύτερα απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης -με εξαίρεση την Ισπανία- μέχρι τις αρχές του 2010, αλλά έχει μειωθεί έκτοτε κατά 16% «φέρνοντας τη μονάδα του δείκτη κόστους εργασίας πολύ κοντά σε αυτήν της Γερμανίας». Σε σύγκριση δε με άλλες χώρες στην Ευρωζώνη η Ελλάδα έχει ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της, όπως μετριέται με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, με μόνη εξαίρεση τη Γερμανία.
Παρά την κατακόρυφη όμως πτώση των μισθών και του κόστους εργασίας, είναι περιορισμένα τα οφέλη για το διεθνές εμπόριο της χώρας. Και επειδή πολλοί μπορεί να μιλήσουν για παραγωγικότητα ώστε να εξηγήσουν αυτή την «αστοχία», το Levy Institute θυμίζει ότι στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2000 και μετά δείχνουν ότι πριν από την κρίση και μέχρι την έναρξη της διεθνούς ύφεσης το 2007, η ελληνική παραγωγικότητα αυξήθηκε πολύ πιο γρήγορα από εκείνη όλων των άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Η παραγωγικότητα άρχισε να πέφτει όταν άρχισε να μειώνεται και η παραγωγή.
«Και είναι απίθανο η παραγωγικότητα να ανακάμψει εάν δεν υπάρξει μια αύξηση της συνολικής ζήτησης που θα τονώσει την αύξηση της παραγωγής», προβλέπει το αμερικανικό think tank στην έκθεση που υπογράφει πρώτος ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου.