Δημοσιεύσεις στα Ελληνικά
MME
| Αύγουστος 2014
Θα σώσει ο τουρισμός την Ελλάδα;
Τις προοπτικές της οικονομικής ανάκαμψης εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να ακολουθεί τη στρατηγική της τρόικας για δημοσιονομική λιτότητα και εσωτερική υποτίμηση, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και ως εκ τούτου των εξαγωγών, εξετάζει ανάλυση του Levy Economics Institute of Bard College, που υπογράφουν οι Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Νικηφόρος και Gennaro Zezza.
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν οι συντάκτες, η άνευ προηγουμένου συρρίκνωση των πραγματικών και ονομαστικών μισθών μπορεί να χρειαστεί αρκετό καιρό για εμφανίσει τα αποτελέσματά της στο εμπόριο, ενώ οι επιπτώσεις των χαμηλότερων τιμών στον τουρισμό δεν θα δημιουργήσουν επαρκή έσοδα από το εξωτερικό για την επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος που θα υπερκεράσει τη δημοσιονομική λιτότητα.
Όπως τονίζουν, χρειάζεται επειγόντως μια στροφή στη δημοσιονομική πολιτική, προς χαμηλότερη φορολογία και δημιουργία θέσεων εργασίας.
Τα «ευχολόγια» του ΔΝΤ
Στην τελευταία αξιολόγησης της επίδοσης της ελληνικής οικονομίας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εμφανίζεται πιο αισιόδοξο για το μέλλον της χώρας, λέγοντας ότι εμφανίζει «αρχικά σημάδια οικονομικής σταθεροποίησης», καθώς η ετήσια συρρίκνωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντων (ΑΕΠ), κατά τα τελευταία τρίμηνα είναι μικρότερη και η ανεργία έχει υποχωρήσει οριακά, αναφέρεται στην ανάλυση.
Το ΔΝΤ επαινεί την κυβέρνηση για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013 άνω του στόχου και νωρίτερα του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος, αλλά συνεχίζει να προτείνει περαιτέρω δημοσιονομική σύσφιξη για το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού την επόμενη χρονιά και τη διασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του 4% του ΑΕΠ, που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της τρόικας σχετικά με τη μείωση του χρέους. Επιπροσθέτως, το ΔΝΤ, αναμένει ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 2%, για να κλείσει το κενό έως το 2019.
Η ανάλυση του οικονομικού ινστιτούτου Levy, αμφισβητεί την οπτική του ΔΝΤ και τις πολιτικές που πηγάζουν από αυτήν, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ευχολόγια.
Ειδικότερα, προκειμένου η ανάπτυξη να ξεπεράσει το 2%, ορισμένες συνιστώσες της συνολικής ζήτησης θα πρέπει να αρχίσουν να αυξάνονται. Μια σημαντική αύξηση στις ιδιωτικές επενδύσεις θα απαιτηθεί, με μια σύνθεση ευνοϊκή για την επέκταση των εξαγωγών, ενώ οι μισθοί αυξάνονται σύμφωνα με την παραγωγικότητα, επιτρέποντας την ανάπτυξη της εγχώριας κατανάλωσης. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, συνήθως οι επενδύσεις αυξάνονται παράλληλα με την αναμενόμενη κερδοφορία. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εγχώρια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση - και διατηρείται σε αυτή την κατάσταση από τη δημοσιονομική λιτότητα – ενώ η εξωτερική ζήτηση είναι στάσιμη, δημιουργώντας χαμηλότερες προσδοκίες για μια ανάκαμψη της κερδοφορίας. Επιπροσθέτως, η υπόθεση ότι η δημοσιονομική λιτότητα δεν έχει καμία επίπτωση – ή έχει θετική επίδραση – στον ανάπτυξη, έχει απαξιωθεί από σειρά γεγονότων από την αρχή της κρίσης στην ευρωζώνη. Τα αποτελέσματα προσομοίωσης του μακροοικονομικού μοντέλου για την Ελλάδα, του Levy Institute, καθιστούν αδύνατο για μια πολιτική παρατεταμένης δημοσιονομικής προσαρμογής να επιτύχει, εκτός και εάν ένα μεγάλο και αυξανόμενο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιτευχθεί, κάτι που πιθανότατα είναι αδύνατο να συμβεί στο ορατό μέλλον.
Παραγωγή και απασχόληση
Αντιπαραβάλλοντας και αναλύοντας στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, για την ανεργία και τον πληθυσμό, οι αναλυτές αναφέρουν ότι η οριακή μείωση του ποσοστού ανεργίας και η σταθεροποίηση της απασχόλησης, που έχει παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες, δεν είναι συνέπεια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας αλλά σχετίζεται με την μείωση του πληθυσμού που έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 2004.
Επίσης η παρατηρούμενη φυγή των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό και υποχώρηση της μετανάστευσης εξειδικευμένων εργατών στην Ελλάδα, θα συνεχιστεί. Αυτή η διττή απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου είναι ακόμη ένας λόγος που κάνει την ανάκαμψη της Ελλάδας ακόμη πιο δύσκολη. Τέλος η γήρανση του πληθυσμού θα θέσει το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας υπό μεγάλη πίεση.
Ιδιωτικές επενδύσεις και NPLs
Κρίσιμη, σύμφωνα με την ανάλυση του Levy Institute, είναι η ελεύθερη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων, που υποχώρησαν κατά 7,9% το α’ τρίμηνο του 2014 και άνω του 10% το 2013. Με την υποχώρηση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, σχετίζεται και η ακόμη ασταθής, όπως υποστηρίζει, κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. «Η κεφαλαιακή επάρκεια του κλάδου είναι ακόμη αδύναμη, καθιστώντας πολύ δύσκολη την πρόσβαση σε πιστωτική ρευστότητα», σημειώνει η ανάλυση προσθέτοντας ότι ένα από τα βασικά προβλήματα των μεγάλων συστημικών τραπεζών είναι το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL).
Όπως σημειώνεται, είναι επείγουσα ανάγκη για μια πολιτική αντιμετώπισης του αρκετά μεγάλου μεγέθους των NPLs. Μια προσεκτικά σχεδιασμένη πολιτική θα μπορούσε να εφαρμοστεί για την παροχή μιας ανακούφισης χρέους σε ιδιοκτήτες ακινήτων και άλλα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει συνδυασμό διαγραφής χρέους που να αντιπροσωπεύει τις τρέχουσες εμπορικές αξίες και/ή διαπραγματεύσεις για καλύτερους όρους και πιθανή κρατική ανάληψη των προβληματικών στεγαστικών δανείων. Μια τέτοια πολιτική θα σταθεροποιούσε την ελληνική αγορά ακινήτων, σταματώντας τη συνεχιζόμενη πτώση της.
Συμπερασματικά, η συνολική υποχώρηση του πραγματικού ΑΕΠ, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην συνεχιζόμενη συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων και οι προοπτικές για τη χρηματοδότηση τέτοιων επενδύσεων παραμένουν ζοφερές.
Επίτευξη στόχων
Προκειμένου η στρατηγική της τρόικας να επιτύχει ανάπτυξη του ΑΕΠ και της απασχόλησης παράλληλα με ένα πρωτογενές πλεόνασμα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να αγγίξει ένα υψηλό θετικό μέγεθος. Ωστόσο μετά από ανάλυση που βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία οι συντάκτες καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι η αξίωση της στρατηγικής της τρόικας ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ξεπεράσει το 4% του ΑΕΠ είναι άκρως απίθανη.
Περιορισμένες οι δυνατότητες του τουρισμού
Κάποιοι δείκτες του τουρισμού έχουν σημειώσει βελτίωση πρόσφατα, αναφέρουν οι αναλυτές του Levy Institute. Ένας από αυτούς είναι ο δείκτης κύκλου εργασιών στον τουριστικό κλάδο, ο οποίος βελτιώθηκε το α’ τρίμηνο του 2014 κατά 14% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2013. Ωστόσο η τιμή του εν λόγω δείκτη παραμένει 30% χαμηλότερα από το υψηλό που άγγιξε το 2008.
Η ανάκαμψη του τουρισμού έχει κάποια επίδραση στο ισοζύγιο εμπορίου και υπηρεσιών, όμως όπως αναφέρει η ανάλυση, η βελτίωση αυτή έχει μηδαμινή επίδραση στην απασχόληση. Σύμφωνα με τα στοιχεία καθαρής απασχόλησης, ο κλάδος εμφανίζει σημάδια αναδιάρθρωσης τα οποία με τη σειρά τους μπορεί ταυτόχρονα να υποδηλώνουν υψηλότερη παραγωγικότητα και μικρότερη προοπτική απορρόφησης ανέργων.
Συνολικά, η αύξηση των τουριστικών δραστηριοτήτων έχει μέχρι στιγμής συμβάλει σε περιορισμένο βαθμό στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών και της απασχόλησης και είναι απίθανο να αλλάξει δραματικά τις συνθήκες που θα οδηγούσαν σε σημαντικό αντίκτυπο είτε στο ισοζύγιο πληρωμών είτε στην απασχόληση.
Ανταγωνιστικότητα
Ο μισθολογικός αποπληθωρισμός έχει συντελεστεί στην Ελλάδα, σε ρυθμό που δεν έχει απαντηθεί σε άλλη αναπτυγμένη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο όπως σημειώνει η ανάλυση του Levy Institute, η κατακρήμνιση μισθών και κόστους εργασίας, είχε μικρή επίδραση, αν έχει κάποια, στο εμπόριο. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξανόταν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης πριν την μεγάλη ύφεση του 2007. Η παραγωγικότητα άρχισε να υποχωρεί παράλληλα με την μείωση του ΑΕΠ και είναι απίθανο να ανακάμψει εκτός και εάν η συνολική ζήτηση αυξηθεί, τροφοδοτώντας αυξήσεις στην παραγωγή.
«Αβάσιμη η αισιοδοξία για την Ελλάδα»
Η πρόσφατη αισιοδοξία για την Ελλάδα λόγω της υποχώρησης των αποδόσεων των κρατικών της ομολόγων είναι αβάσιμη, υποστηρίζουν οι αναλυτές του Levy Institute.
Επικαλούμενοι τα λεγόμενα του Desmond Lachman, αναφέρουν ότι «παρά τα ενθαρρυντικά στοιχεία για την έναρξη μιας οικονομικής ανάπτυξης, η Ελλάδα παραμένει βυθισμένη στη βαθύτερη των οικονομικών υφέσεων και τώρα επιβαρύνεται από ένα βουνό χρέους» και συμπληρώνουν πως οι στρατηγικές επιλογές της χώρας είναι περιορισμένες.
«Η μείωση του πεισματικά υψηλού ποσοστού ανεργίας και η αντιστροφή των μειούμενων περιουσιών των νοικοκυριών είναι επείγουσες προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής» τονίζουν.
Η οικονομική ανάπτυξη και η αυξημένη εγχώρια ζήτηση δεν θα προκύψουν από τις δαπάνες του ιδιωτικού τομέα, καθώς τα νοικοκυριά, υπερφορτωμένα από τη συνεχώς αυξανόμενη φορολόγηση, συνεχίζουν την απομόχλευση και ο κλάδος των επιχειρήσεων βρίσκεται χωρίς βιώσιμες επιλογές για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Ο αυξημένος τουρισμός, παρά τις εκατομμύρια αφίξεις τουριστών, είναι απίθανο να προσφέρει την αναμενόμενη ανάκαμψη.
Η υψηλή ανεργία και η μειωμένη παραγωγή, που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση, έχουν ωθήσει την Ελλάδα στον αποπληθωρισμό, φαινόμενο που είναι απίθανο να διαρκέσει σχετικά βραχυπρόθεσμα.
«Η προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από σκληρά προγράμματα λιτότητας τα οποία δεν προσφέρουν ανάπτυξη και διατηρούν τα άνευ προηγουμένου επίπεδα της ανεργίας μεσοπρόθεσμα, πρέπει να σταματήσει» τονίζουν.
Στη θέση της θα πρέπει να έρθει μια αλλαγή στην στάση της δημοσιονομικής πολιτικής προς την μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας και χρηματοδότησης της εργασίας από δημόσιους πόρους.